ημερολογιακός • (imerologiakós) m (feminine ημερολογιακή, neuter ημερολογιακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ημερολογιακός (imerologiakós) | ημερολογιακή (imerologiakí) | ημερολογιακό (imerologiakó) | ημερολογιακοί (imerologiakoí) | ημερολογιακές (imerologiakés) | ημερολογιακά (imerologiaká) | |
genitive | ημερολογιακού (imerologiakoú) | ημερολογιακής (imerologiakís) | ημερολογιακού (imerologiakoú) | ημερολογιακών (imerologiakón) | ημερολογιακών (imerologiakón) | ημερολογιακών (imerologiakón) | |
accusative | ημερολογιακό (imerologiakó) | ημερολογιακή (imerologiakí) | ημερολογιακό (imerologiakó) | ημερολογιακούς (imerologiakoús) | ημερολογιακές (imerologiakés) | ημερολογιακά (imerologiaká) | |
vocative | ημερολογιακέ (imerologiaké) | ημερολογιακή (imerologiakí) | ημερολογιακό (imerologiakó) | ημερολογιακοί (imerologiakoí) | ημερολογιακές (imerologiakés) | ημερολογιακά (imerologiaká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ημερολογιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ημερολογιακός, etc.)