Learnedly from ημι- (imi-) + τελικός (telikós), a calque of French demi-finale or English semifinal.[1]
ημιτελικός • (imitelikós) m (feminine ημιτελική, neuter ημιτελικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ημιτελικός (imitelikós) | ημιτελική (imitelikí) | ημιτελικό (imitelikó) | ημιτελικοί (imitelikoí) | ημιτελικές (imitelikés) | ημιτελικά (imiteliká) | |
genitive | ημιτελικού (imitelikoú) | ημιτελικής (imitelikís) | ημιτελικού (imitelikoú) | ημιτελικών (imitelikón) | ημιτελικών (imitelikón) | ημιτελικών (imitelikón) | |
accusative | ημιτελικό (imitelikó) | ημιτελική (imitelikí) | ημιτελικό (imitelikó) | ημιτελικούς (imitelikoús) | ημιτελικές (imitelikés) | ημιτελικά (imiteliká) | |
vocative | ημιτελικέ (imiteliké) | ημιτελική (imitelikí) | ημιτελικό (imitelikó) | ημιτελικοί (imitelikoí) | ημιτελικές (imitelikés) | ημιτελικά (imiteliká) |
ημιτελικός • (imitelikós) m (plural ημιτελικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημιτελικός (imitelikós) | ημιτελικοί (imitelikoí) |
genitive | ημιτελικού (imitelikoú) | ημιτελικών (imitelikón) |
accusative | ημιτελικό (imitelikó) | ημιτελικούς (imitelikoús) |
vocative | ημιτελικέ (imiteliké) | ημιτελικοί (imitelikoí) |