Learned borrowing from Ancient Greek ἡρωϊκός (hērōïkós).[1] By surface analysis, ήρω(ας) (íro(as)) + -ικός (-ikós).
ηρωικός • (iroïkós) m (feminine ηρωική, neuter ηρωικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηρωικός • | ηρωική • | ηρωικό • | ηρωικοί • | ηρωικές • | ηρωικά • |
genitive | ηρωικού • | ηρωικής • | ηρωικού • | ηρωικών • | ηρωικών • | ηρωικών • |
accusative | ηρωικό • | ηρωική • | ηρωικό • | ηρωικούς • | ηρωικές • | ηρωικά • |
vocative | ηρωικέ • | ηρωική • | ηρωικό • | ηρωικοί • | ηρωικές • | ηρωικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηρωικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηρωικός, etc.) |