θέαμα (théama, “spectacle, sight”) + -ικός (-ikós). First attested 1883.
θεαματικός • (theamatikós) m (feminine θεαματική, neuter θεαματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θεαματικός • | θεαματική • | θεαματικό • | θεαματικοί • | θεαματικές • | θεαματικά • |
genitive | θεαματικού • | θεαματικής • | θεαματικού • | θεαματικών • | θεαματικών • | θεαματικών • |
accusative | θεαματικό • | θεαματική • | θεαματικό • | θεαματικούς • | θεαματικές • | θεαματικά • |
vocative | θεαματικέ • | θεαματική • | θεαματικό • | θεαματικοί • | θεαματικές • | θεαματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θεαματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θεαματικός, etc.) |