θεατρικός • (theatrikós) m (feminine θεατρική, neuter θεατρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θεατρικός • | θεατρική • | θεατρικό • | θεατρικοί • | θεατρικές • | θεατρικά • |
genitive | θεατρικού • | θεατρικής • | θεατρικού • | θεατρικών • | θεατρικών • | θεατρικών • |
accusative | θεατρικό • | θεατρική • | θεατρικό • | θεατρικούς • | θεατρικές • | θεατρικά • |
vocative | θεατρικέ • | θεατρική • | θεατρικό • | θεατρικοί • | θεατρικές • | θεατρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θεατρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θεατρικός, etc.) |