θρυλικός • (thrylikós) m (feminine θρυλική, neuter θρυλικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρυλικός • | θρυλική • | θρυλικό • | θρυλικοί • | θρυλικές • | θρυλικά • |
genitive | θρυλικού • | θρυλικής • | θρυλικού • | θρυλικών • | θρυλικών • | θρυλικών • |
accusative | θρυλικό • | θρυλική • | θρυλικό • | θρυλικούς • | θρυλικές • | θρυλικά • |
vocative | θρυλικέ • | θρυλική • | θρυλικό • | θρυλικοί • | θρυλικές • | θρυλικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρυλικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρυλικός, etc.) |