ιδανικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ιδανικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ιδανικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ιδανικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ιδανικός you have here. The definition of the word ιδανικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofιδανικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ιδανικός (idanikósm (feminine ιδανική, neuter ιδανικό)

  1. ideal, model, perfect
    Έχει το ιδανικό βάρος.
    Échei to idanikó város.
    He is the ideal weight.

Declension

Declension of ιδανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδανικός (idanikós) ιδανική (idanikí) ιδανικό (idanikó) ιδανικοί (idanikoí) ιδανικές (idanikés) ιδανικά (idaniká)
genitive ιδανικού (idanikoú) ιδανικής (idanikís) ιδανικού (idanikoú) ιδανικών (idanikón) ιδανικών (idanikón) ιδανικών (idanikón)
accusative ιδανικό (idanikó) ιδανική (idanikí) ιδανικό (idanikó) ιδανικούς (idanikoús) ιδανικές (idanikés) ιδανικά (idaniká)
vocative ιδανικέ (idaniké) ιδανική (idanikí) ιδανικό (idanikó) ιδανικοί (idanikoí) ιδανικές (idanikés) ιδανικά (idaniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδανικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδανικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδανικότερος (idanikóteros) ιδανικότερη (idanikóteri) ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότεροι (idanikóteroi) ιδανικότερες (idanikóteres) ιδανικότερα (idanikótera)
genitive ιδανικότερου (idanikóterou) ιδανικότερης (idanikóteris) ιδανικότερου (idanikóterou) ιδανικότερων (idanikóteron) ιδανικότερων (idanikóteron) ιδανικότερων (idanikóteron)
accusative ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότερη (idanikóteri) ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότερους (idanikóterous) ιδανικότερες (idanikóteres) ιδανικότερα (idanikótera)
vocative ιδανικότερε (idanikótere) ιδανικότερη (idanikóteri) ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότεροι (idanikóteroi) ιδανικότερες (idanikóteres) ιδανικότερα (idanikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδανικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδανικότατος (idanikótatos) ιδανικότατη (idanikótati) ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατοι (idanikótatoi) ιδανικότατες (idanikótates) ιδανικότατα (idanikótata)
genitive ιδανικότατου (idanikótatou) ιδανικότατης (idanikótatis) ιδανικότατου (idanikótatou) ιδανικότατων (idanikótaton) ιδανικότατων (idanikótaton) ιδανικότατων (idanikótaton)
accusative ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατη (idanikótati) ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατους (idanikótatous) ιδανικότατες (idanikótates) ιδανικότατα (idanikótata)
vocative ιδανικότατε (idanikótate) ιδανικότατη (idanikótati) ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατοι (idanikótatoi) ιδανικότατες (idanikótates) ιδανικότατα (idanikótata)