ιδεοληψία (ideolipsía, “obsession”) + -τικός (-tikós)
ιδεοληπτικός • (ideoliptikós) m (feminine ιδεοληπτική, neuter ιδεοληπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιδεοληπτικός (ideoliptikós) | ιδεοληπτική (ideoliptikí) | ιδεοληπτικό (ideoliptikó) | ιδεοληπτικοί (ideoliptikoí) | ιδεοληπτικές (ideoliptikés) | ιδεοληπτικά (ideoliptiká) | |
genitive | ιδεοληπτικού (ideoliptikoú) | ιδεοληπτικής (ideoliptikís) | ιδεοληπτικού (ideoliptikoú) | ιδεοληπτικών (ideoliptikón) | ιδεοληπτικών (ideoliptikón) | ιδεοληπτικών (ideoliptikón) | |
accusative | ιδεοληπτικό (ideoliptikó) | ιδεοληπτική (ideoliptikí) | ιδεοληπτικό (ideoliptikó) | ιδεοληπτικούς (ideoliptikoús) | ιδεοληπτικές (ideoliptikés) | ιδεοληπτικά (ideoliptiká) | |
vocative | ιδεοληπτικέ (ideoliptiké) | ιδεοληπτική (ideoliptikí) | ιδεοληπτικό (ideoliptikó) | ιδεοληπτικοί (ideoliptikoí) | ιδεοληπτικές (ideoliptikés) | ιδεοληπτικά (ideoliptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδεοληπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδεοληπτικός, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδεοληπτικότερος (ideoliptikóteros) | ιδεοληπτικότερη (ideoliptikóteri) | ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) | ιδεοληπτικότεροι (ideoliptikóteroi) | ιδεοληπτικότερες (ideoliptikóteres) | ιδεοληπτικότερα (ideoliptikótera) |
genitive | ιδεοληπτικότερου (ideoliptikóterou) | ιδεοληπτικότερης (ideoliptikóteris) | ιδεοληπτικότερου (ideoliptikóterou) | ιδεοληπτικότερων (ideoliptikóteron) | ιδεοληπτικότερων (ideoliptikóteron) | ιδεοληπτικότερων (ideoliptikóteron) |
accusative | ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) | ιδεοληπτικότερη (ideoliptikóteri) | ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) | ιδεοληπτικότερους (ideoliptikóterous) | ιδεοληπτικότερες (ideoliptikóteres) | ιδεοληπτικότερα (ideoliptikótera) |
vocative | ιδεοληπτικότερε (ideoliptikótere) | ιδεοληπτικότερη (ideoliptikóteri) | ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) | ιδεοληπτικότεροι (ideoliptikóteroi) | ιδεοληπτικότερες (ideoliptikóteres) | ιδεοληπτικότερα (ideoliptikótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδεοληπτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδεοληπτικότατος (ideoliptikótatos) | ιδεοληπτικότατη (ideoliptikótati) | ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) | ιδεοληπτικότατοι (ideoliptikótatoi) | ιδεοληπτικότατες (ideoliptikótates) | ιδεοληπτικότατα (ideoliptikótata) |
genitive | ιδεοληπτικότατου (ideoliptikótatou) | ιδεοληπτικότατης (ideoliptikótatis) | ιδεοληπτικότατου (ideoliptikótatou) | ιδεοληπτικότατων (ideoliptikótaton) | ιδεοληπτικότατων (ideoliptikótaton) | ιδεοληπτικότατων (ideoliptikótaton) |
accusative | ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) | ιδεοληπτικότατη (ideoliptikótati) | ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) | ιδεοληπτικότατους (ideoliptikótatous) | ιδεοληπτικότατες (ideoliptikótates) | ιδεοληπτικότατα (ideoliptikótata) |
vocative | ιδεοληπτικότατε (ideoliptikótate) | ιδεοληπτικότατη (ideoliptikótati) | ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) | ιδεοληπτικότατοι (ideoliptikótatoi) | ιδεοληπτικότατες (ideoliptikótates) | ιδεοληπτικότατα (ideoliptikótata) |