ιδεοληπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ιδεοληπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ιδεοληπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ιδεοληπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ιδεοληπτικός you have here. The definition of the word ιδεοληπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofιδεοληπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Calque of French obsessionnel. By surface analysis, ιδεο- (ideo-, ideo-) +‎ -ληπτικός (-liptikós, -leptic).
Also substantivised.

Pronunciation

  • IPA(key): /i.ðe.o.li.ptiˈkos/
  • Hyphenation: ι‧δε‧ο‧λη‧πτι‧κός

Adjective

ιδεοληπτικός (ideoliptikósm (feminine ιδεοληπτική, neuter ιδεοληπτικό)

  1. obsessive (related to or characterised by obsession)
    older polytonic spelling, before 1982: ἰδεοληπτικός (ideolēptikós)
    • 1951, Δημήτριος Κουρέτας [Dimítrios Kourétas], Ἀνώμαλοι χαρακτῆρες εἰς τὸ Ἀρχαῖον Δρᾶμα. Ψυχαναλυτικὴ καὶ Ψυχοπαθολογικὴ μελέτη. Δευτέρα ἔκδοσις τοῦ Aʹ τόμου τῶν «Ψυχώσεων εἰς τὴν Λογοτεχνίαν». [Anṓmaloi kharaktêres eis tò Arkhaîon Drâma. Psukhanalutikḕ kaì Psukhopathologikḕ melétē. Deutéra ékdosis toû A’ tómou tôn «Psukhṓseōn eis tḕn Logotekhnían».] (Ἐκδόσεις τῆς Ἑλληνικῆς Ψυχαναλυτικῆς Ὁμάδος [Ekdóseis tês Hellēnikês Psukhanalutikês Homádos]; τόμος Βʹ [tómos V’, volume II]), Ἀθῆναι [Athênai], page 193:
      Ὁ Redalié διερωτᾶται ποῖος εἶναι ὁ ρόλος τῆς ἀγωνιώδους καταστάσεως εἰς τὴν μετατροπὴν ἰδεοληψιῶν εἰς ψευδαισθήσεις καὶ ἀναφέρει τὴν γνώμην τοῦ Stoecker, κατὰ τὸν ὁποῖον ἡ ἐμφάνισις τῶν ψευθαισθήσεων παρὰ τοῖς ἰδεοληπτικοῖς ὀφείλεται εἰς τὴν ὁλονὲν αὔξουσαν ἔντασιν τῶν ἐπιφορτισμένων μὲ αἰσθηματικότητα ἀναμνήσεων (affekts, τῶν συνεπαγομένων ἐπισκότισιν τῆς συνειδήσεως.
      Ho Redalié dierōtâtai poîos eînai ho rólos tês agōniṓdous katastáseōs eis tḕn metatropḕn ideolēpsiôn eis pseudaisthḗseis kaì anaphérei tḕn gnṓmēn toû Stoecker, katà tòn hopoîon hē emphánisis tôn pseuthaisthḗseōn parà toîs ideolēptikoîs opheíletai eis tḕn holonèn aúxousan éntasin tôn epiphortisménōn mè aisthēmatikótēta anamnḗseōn (affekts, tôn sunepagoménōn episkótisin tês suneidḗseōs.
      (please add an English translation of this quotation)

Declension

The expected grammatical degrees of comparison are uncommon, especially so the absolute superlative.

Declension of ιδεοληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδεοληπτικός (ideoliptikós) ιδεοληπτική (ideoliptikí) ιδεοληπτικό (ideoliptikó) ιδεοληπτικοί (ideoliptikoí) ιδεοληπτικές (ideoliptikés) ιδεοληπτικά (ideoliptiká)
genitive ιδεοληπτικού (ideoliptikoú) ιδεοληπτικής (ideoliptikís) ιδεοληπτικού (ideoliptikoú) ιδεοληπτικών (ideoliptikón) ιδεοληπτικών (ideoliptikón) ιδεοληπτικών (ideoliptikón)
accusative ιδεοληπτικό (ideoliptikó) ιδεοληπτική (ideoliptikí) ιδεοληπτικό (ideoliptikó) ιδεοληπτικούς (ideoliptikoús) ιδεοληπτικές (ideoliptikés) ιδεοληπτικά (ideoliptiká)
vocative ιδεοληπτικέ (ideoliptiké) ιδεοληπτική (ideoliptikí) ιδεοληπτικό (ideoliptikó) ιδεοληπτικοί (ideoliptikoí) ιδεοληπτικές (ideoliptikés) ιδεοληπτικά (ideoliptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδεοληπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδεοληπτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδεοληπτικότερος (ideoliptikóteros) ιδεοληπτικότερη (ideoliptikóteri) ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) ιδεοληπτικότεροι (ideoliptikóteroi) ιδεοληπτικότερες (ideoliptikóteres) ιδεοληπτικότερα (ideoliptikótera)
genitive ιδεοληπτικότερου (ideoliptikóterou) ιδεοληπτικότερης (ideoliptikóteris) ιδεοληπτικότερου (ideoliptikóterou) ιδεοληπτικότερων (ideoliptikóteron) ιδεοληπτικότερων (ideoliptikóteron) ιδεοληπτικότερων (ideoliptikóteron)
accusative ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) ιδεοληπτικότερη (ideoliptikóteri) ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) ιδεοληπτικότερους (ideoliptikóterous) ιδεοληπτικότερες (ideoliptikóteres) ιδεοληπτικότερα (ideoliptikótera)
vocative ιδεοληπτικότερε (ideoliptikótere) ιδεοληπτικότερη (ideoliptikóteri) ιδεοληπτικότερο (ideoliptikótero) ιδεοληπτικότεροι (ideoliptikóteroi) ιδεοληπτικότερες (ideoliptikóteres) ιδεοληπτικότερα (ideoliptikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδεοληπτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδεοληπτικότατος (ideoliptikótatos) ιδεοληπτικότατη (ideoliptikótati) ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) ιδεοληπτικότατοι (ideoliptikótatoi) ιδεοληπτικότατες (ideoliptikótates) ιδεοληπτικότατα (ideoliptikótata)
genitive ιδεοληπτικότατου (ideoliptikótatou) ιδεοληπτικότατης (ideoliptikótatis) ιδεοληπτικότατου (ideoliptikótatou) ιδεοληπτικότατων (ideoliptikótaton) ιδεοληπτικότατων (ideoliptikótaton) ιδεοληπτικότατων (ideoliptikótaton)
accusative ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) ιδεοληπτικότατη (ideoliptikótati) ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) ιδεοληπτικότατους (ideoliptikótatous) ιδεοληπτικότατες (ideoliptikótates) ιδεοληπτικότατα (ideoliptikótata)
vocative ιδεοληπτικότατε (ideoliptikótate) ιδεοληπτικότατη (ideoliptikótati) ιδεοληπτικότατο (ideoliptikótato) ιδεοληπτικότατοι (ideoliptikótatoi) ιδεοληπτικότατες (ideoliptikótates) ιδεοληπτικότατα (ideoliptikótata)

Derived terms

and see: ιδέα (idéa), λήψη (lípsi), and λαμβάνω (lamváno)

See also

Further reading

  • ιδεοληπτικός - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)