ιδιωματικός • (idiomatikós) m (feminine ιδιωματική, neuter ιδιωματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιδιωματικός (idiomatikós) | ιδιωματική (idiomatikí) | ιδιωματικό (idiomatikó) | ιδιωματικοί (idiomatikoí) | ιδιωματικές (idiomatikés) | ιδιωματικά (idiomatiká) | |
genitive | ιδιωματικού (idiomatikoú) | ιδιωματικής (idiomatikís) | ιδιωματικού (idiomatikoú) | ιδιωματικών (idiomatikón) | ιδιωματικών (idiomatikón) | ιδιωματικών (idiomatikón) | |
accusative | ιδιωματικό (idiomatikó) | ιδιωματική (idiomatikí) | ιδιωματικό (idiomatikó) | ιδιωματικούς (idiomatikoús) | ιδιωματικές (idiomatikés) | ιδιωματικά (idiomatiká) | |
vocative | ιδιωματικέ (idiomatiké) | ιδιωματική (idiomatikí) | ιδιωματικό (idiomatikó) | ιδιωματικοί (idiomatikoí) | ιδιωματικές (idiomatikés) | ιδιωματικά (idiomatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδιωματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδιωματικός, etc.)