ιδιωματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ιδιωματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ιδιωματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ιδιωματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ιδιωματικός you have here. The definition of the word ιδιωματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofιδιωματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ιδιωματικός (idiomatikósm (feminine ιδιωματική, neuter ιδιωματικό)

  1. (linguistics) idiomatic

Declension

Declension of ιδιωματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιωματικός (idiomatikós) ιδιωματική (idiomatikí) ιδιωματικό (idiomatikó) ιδιωματικοί (idiomatikoí) ιδιωματικές (idiomatikés) ιδιωματικά (idiomatiká)
genitive ιδιωματικού (idiomatikoú) ιδιωματικής (idiomatikís) ιδιωματικού (idiomatikoú) ιδιωματικών (idiomatikón) ιδιωματικών (idiomatikón) ιδιωματικών (idiomatikón)
accusative ιδιωματικό (idiomatikó) ιδιωματική (idiomatikí) ιδιωματικό (idiomatikó) ιδιωματικούς (idiomatikoús) ιδιωματικές (idiomatikés) ιδιωματικά (idiomatiká)
vocative ιδιωματικέ (idiomatiké) ιδιωματική (idiomatikí) ιδιωματικό (idiomatikó) ιδιωματικοί (idiomatikoí) ιδιωματικές (idiomatikés) ιδιωματικά (idiomatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδιωματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδιωματικός, etc.)