ιδρωμένος • (idroménos) m (feminine ιδρωμένη, neuter ιδρωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδρωμένος • | ιδρωμένη • | ιδρωμένο • | ιδρωμένοι • | ιδρωμένες • | ιδρωμένα • |
genitive | ιδρωμένου • | ιδρωμένης • | ιδρωμένου • | ιδρωμένων • | ιδρωμένων • | ιδρωμένων • |
accusative | ιδρωμένο • | ιδρωμένη • | ιδρωμένο • | ιδρωμένους • | ιδρωμένες • | ιδρωμένα • |
vocative | ιδρωμένε • | ιδρωμένη • | ιδρωμένο • | ιδρωμένοι • | ιδρωμένες • | ιδρωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδρωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδρωμένος, etc.) |