Learned borrowing from Byzantine Greek ιεραρχικός (ierarkhikós). By surface analysis, ιεραρχ(ία) (ierarch(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
ιεραρχικός • (ierarchikós) m (feminine ιεραρχική, neuter ιεραρχικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιεραρχικός (ierarchikós) | ιεραρχική (ierarchikí) | ιεραρχικό (ierarchikó) | ιεραρχικοί (ierarchikoí) | ιεραρχικές (ierarchikés) | ιεραρχικά (ierarchiká) | |
genitive | ιεραρχικού (ierarchikoú) | ιεραρχικής (ierarchikís) | ιεραρχικού (ierarchikoú) | ιεραρχικών (ierarchikón) | ιεραρχικών (ierarchikón) | ιεραρχικών (ierarchikón) | |
accusative | ιεραρχικό (ierarchikó) | ιεραρχική (ierarchikí) | ιεραρχικό (ierarchikó) | ιεραρχικούς (ierarchikoús) | ιεραρχικές (ierarchikés) | ιεραρχικά (ierarchiká) | |
vocative | ιεραρχικέ (ierarchiké) | ιεραρχική (ierarchikí) | ιεραρχικό (ierarchikó) | ιεραρχικοί (ierarchikoí) | ιεραρχικές (ierarchikés) | ιεραρχικά (ierarchiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιεραρχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιεραρχικός, etc.)