ιρλανδέζικος • (irlandézikos) m (feminine ιρλανδέζικη or ιρλανδέζικια, neuter ιρλανδέζικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιρλανδέζικος • | ιρλανδέζικη • / ιρλανδέζικια • | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικοι • | ιρλανδέζικες • | ιρλανδέζικα • |
genitive | ιρλανδέζικου • | ιρλανδέζικης • / ιρλανδέζικιας • | ιρλανδέζικου • | ιρλανδέζικων • | ιρλανδέζικων • | ιρλανδέζικων • |
accusative | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικη • / ιρλανδέζικια • | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικους • | ιρλανδέζικες • | ιρλανδέζικα • |
vocative | ιρλανδέζικε • | ιρλανδέζικη • / ιρλανδέζικια • | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικοι • | ιρλανδέζικες • | ιρλανδέζικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιρλανδέζικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιρλανδέζικος, etc.) |