ισλανδικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ισλανδικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ισλανδικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ισλανδικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ισλανδικός you have here. The definition of the word ισλανδικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofισλανδικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ισλανδικός (islandikósm (feminine ισλανδική, neuter ισλανδικό)

  1. Icelandic, of or from Iceland.

Declension

Declension of ισλανδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισλανδικός (islandikós) ισλανδική (islandikí) ισλανδικό (islandikó) ισλανδικοί (islandikoí) ισλανδικές (islandikés) ισλανδικά (islandiká)
genitive ισλανδικού (islandikoú) ισλανδικής (islandikís) ισλανδικού (islandikoú) ισλανδικών (islandikón) ισλανδικών (islandikón) ισλανδικών (islandikón)
accusative ισλανδικό (islandikó) ισλανδική (islandikí) ισλανδικό (islandikó) ισλανδικούς (islandikoús) ισλανδικές (islandikés) ισλανδικά (islandiká)
vocative ισλανδικέ (islandiké) ισλανδική (islandikí) ισλανδικό (islandikó) ισλανδικοί (islandikoí) ισλανδικές (islandikés) ισλανδικά (islandiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισλανδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισλανδικός, etc.)