ισοδύναμος • (isodýnamos) m (feminine ισοδύναμη, neuter ισοδύναμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ισοδύναμος (isodýnamos) | ισοδύναμη (isodýnami) | ισοδύναμο (isodýnamo) | ισοδύναμοι (isodýnamoi) | ισοδύναμες (isodýnames) | ισοδύναμα (isodýnama) | |
genitive | ισοδύναμου (isodýnamou) | ισοδύναμης (isodýnamis) | ισοδύναμου (isodýnamou) | ισοδύναμων (isodýnamon) | ισοδύναμων (isodýnamon) | ισοδύναμων (isodýnamon) | |
accusative | ισοδύναμο (isodýnamo) | ισοδύναμη (isodýnami) | ισοδύναμο (isodýnamo) | ισοδύναμους (isodýnamous) | ισοδύναμες (isodýnames) | ισοδύναμα (isodýnama) | |
vocative | ισοδύναμε (isodýname) | ισοδύναμη (isodýnami) | ισοδύναμο (isodýnamo) | ισοδύναμοι (isodýnamoi) | ισοδύναμες (isodýnames) | ισοδύναμα (isodýnama) |