ιστορικός • (istorikós) m (feminine ιστορική, neuter ιστορικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιστορικός • | ιστορική • | ιστορικό • | ιστορικοί • | ιστορικές • | ιστορικά • |
genitive | ιστορικού • | ιστορικής • | ιστορικού • | ιστορικών • | ιστορικών • | ιστορικών • |
accusative | ιστορικό • | ιστορική • | ιστορικό • | ιστορικούς • | ιστορικές • | ιστορικά • |
vocative | ιστορικέ • | ιστορική • | ιστορικό • | ιστορικοί • | ιστορικές • | ιστορικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιστορικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιστορικός, etc.) |
ιστορικός • (istorikós) m or f (plural ιστορικοί)