From Ancient Greek ἰσχνός (iskhnós).
ισχνός • (ischnós) m (feminine ισχνή, neuter ισχνό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ισχνός (ischnós) | ισχνή (ischní) | ισχνό (ischnó) | ισχνοί (ischnoí) | ισχνές (ischnés) | ισχνά (ischná) | |
genitive | ισχνού (ischnoú) | ισχνής (ischnís) | ισχνού (ischnoú) | ισχνών (ischnón) | ισχνών (ischnón) | ισχνών (ischnón) | |
accusative | ισχνό (ischnó) | ισχνή (ischní) | ισχνό (ischnó) | ισχνούς (ischnoús) | ισχνές (ischnés) | ισχνά (ischná) | |
vocative | ισχνέ (ischné) | ισχνή (ischní) | ισχνό (ischnó) | ισχνοί (ischnoí) | ισχνές (ischnés) | ισχνά (ischná) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισχνός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισχνός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ισχνότερος", etc)
|