From Byzantine Greek καινοφᾰνής (kainophănḗs), from καινός (kainós, “fresh, new”) + -φανής (-fanís, “appearing”).
καινοφανής • (kainofanís) m (feminine καινοφανής, neuter καινοφανές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καινοφανής (kainofanís) | καινοφανής (kainofanís) | καινοφανές (kainofanés) | καινοφανείς (kainofaneís) | καινοφανείς (kainofaneís) | καινοφανή (kainofaní) | |
genitive | καινοφανούς (kainofanoús) καινοφανή (kainofaní) |
καινοφανούς (kainofanoús) | καινοφανούς (kainofanoús) | καινοφανών (kainofanón) | καινοφανών (kainofanón) | καινοφανών (kainofanón) | |
accusative | καινοφανή (kainofaní) | καινοφανή (kainofaní) | καινοφανές (kainofanés) | καινοφανείς (kainofaneís) | καινοφανείς (kainofaneís) | καινοφανή (kainofaní) | |
vocative | καινοφανή (kainofaní) καινοφανής (kainofanís) |
καινοφανής (kainofanís) | καινοφανές (kainofanés) | καινοφανείς (kainofaneís) | καινοφανείς (kainofaneís) | καινοφανή (kainofaní) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καινοφανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καινοφανής, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καινοφανέστερος", etc)
|
καινοφανής • (kainofanís) m (plural καινοφανείς)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καινοφανής (kainofanís) | καινοφανείς (kainofaneís) |
genitive | καινοφανή (kainofaní) καινοφανούς (kainofanoús) |
καινοφανών (kainofanón) |
accusative | καινοφανή (kainofaní) | καινοφανείς (kainofaneís) |
vocative | καινοφανή (kainofaní) | καινοφανείς (kainofaneís) |