κακόφωνος • (kakófonos) m (feminine κακόφωνη, neuter κακόφωνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακόφωνος • | κακόφωνη • | κακόφωνο • | κακόφωνοι • | κακόφωνες • | κακόφωνα • |
genitive | κακόφωνου • | κακόφωνης • | κακόφωνου • | κακόφωνων • | κακόφωνων • | κακόφωνων • |
accusative | κακόφωνο • | κακόφωνη • | κακόφωνο • | κακόφωνους • | κακόφωνες • | κακόφωνα • |
vocative | κακόφωνε • | κακόφωνη • | κακόφωνο • | κακόφωνοι • | κακόφωνες • | κακόφωνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακόφωνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακόφωνος, etc.) |