Hyphenation: κα‧λύ‧ψεις καλύψεις • (kalýpseis) f Nominative, accusative and vocative plural form of κάλυψη (kálypsi). καλύψεις • (kalýpseis) 2nd person...
IPA(key): /ˈka.li.psi/ Hyphenation: κά‧λυ‧ψη κάλυψη • (kálypsi) f (plural καλύψεις) coverage support, protection protection (law) camouflage cover-up Synonym:...
Dependent 1 sg καλύπτω καλύψω καλύπτομαι καλυφθώ, καλυφτώ 2 sg καλύπτεις καλύψεις καλύπτεσαι καλυφθείς, καλυφτείς 3 sg καλύπτει καλύψει καλύπτεται καλυφθεί...