καστανομάλλης

Hello, you have come here looking for the meaning of the word καστανομάλλης. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word καστανομάλλης, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say καστανομάλλης in singular and plural. Everything you need to know about the word καστανομάλλης you have here. The definition of the word καστανομάλλης will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκαστανομάλλης, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

καστανο (kastano, brown) +‎ μάλλης (mállis, hair)

Adjective

καστανομάλλης (kastanomállism

  1. brown haired

Declension

Declension of καστανομάλλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καστανομάλλης (kastanomállis) καστανομάλλα (kastanomálla)
καστανομαλλού (kastanomalloú)
καστανομαλλούσα (kastanomalloúsa)
καστανομάλλικο (kastanomálliko) καστανομάλληδες (kastanomállides) καστανομάλλες (kastanomálles)
καστανομαλλούδες (kastanomalloúdes)
καστανομαλλούσες (kastanomalloúses)
καστανομάλλικα (kastanomállika)
genitive καστανομάλλη (kastanomálli) καστανομάλλας (kastanomállas)
καστανομαλλούς (kastanomalloús)
καστανομαλλούσας (kastanomalloúsas)
καστανομάλλικου (kastanomállikou) καστανομάλληδων (kastanomállidon) καστανομαλλούδων (kastanomalloúdon) καστανομάλλικων (kastanomállikon)
accusative καστανομάλλη (kastanomálli) καστανομάλλα (kastanomálla)
καστανομαλλού (kastanomalloú)
καστανομαλλούσα (kastanomalloúsa)
καστανομάλλικο (kastanomálliko) καστανομάλληδες (kastanomállides) καστανομάλλες (kastanomálles)
καστανομαλλούδες (kastanomalloúdes)
καστανομαλλούσες (kastanomalloúses)
καστανομάλλικα (kastanomállika)
vocative καστανομάλλη (kastanomálli) καστανομάλλα (kastanomálla)
καστανομαλλού (kastanomalloú)
καστανομαλλούσα (kastanomalloúsa)
καστανομάλλικο (kastanomálliko) καστανομάλληδες (kastanomállides) καστανομάλλες (kastanomálles)
καστανομαλλούδες (kastanomalloúdes)
καστανομαλλούσες (kastanomalloúses)
καστανομάλλικα (kastanomállika)