κατάφυτος • (katáfytos) m (feminine κατάφυτη, neuter κατάφυτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάφυτος • | κατάφυτη • | κατάφυτο • | κατάφυτοι • | κατάφυτες • | κατάφυτα • |
genitive | κατάφυτου • | κατάφυτης • | κατάφυτου • | κατάφυτων • | κατάφυτων • | κατάφυτων • |
accusative | κατάφυτο • | κατάφυτη • | κατάφυτο • | κατάφυτους • | κατάφυτες • | κατάφυτα • |
vocative | κατάφυτε • | κατάφυτη • | κατάφυτο • | κατάφυτοι • | κατάφυτες • | κατάφυτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατάφυτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατάφυτος, etc.) |