καταδυτικός • (katadytikós) m (feminine καταδυτική, neuter καταδυτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταδυτικός • | καταδυτική • | καταδυτικό • | καταδυτικοί • | καταδυτικές • | καταδυτικά • |
genitive | καταδυτικού • | καταδυτικής • | καταδυτικού • | καταδυτικών • | καταδυτικών • | καταδυτικών • |
accusative | καταδυτικό • | καταδυτική • | καταδυτικό • | καταδυτικούς • | καταδυτικές • | καταδυτικά • |
vocative | καταδυτικέ • | καταδυτική • | καταδυτικό • | καταδυτικοί • | καταδυτικές • | καταδυτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταδυτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταδυτικός, etc.) |