Learnedly from the καταθλιπ- stem of καταθλίβω (katathlívo) + -τικός (-tikós), a loose calque of French oppressif.[1]
καταθλιπτικός • (katathliptikós) m (feminine καταθλιπτική, neuter καταθλιπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταθλιπτικός (katathliptikós) | καταθλιπτική (katathliptikí) | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτικοί (katathliptikoí) | καταθλιπτικές (katathliptikés) | καταθλιπτικά (katathliptiká) | |
genitive | καταθλιπτικού (katathliptikoú) | καταθλιπτικής (katathliptikís) | καταθλιπτικού (katathliptikoú) | καταθλιπτικών (katathliptikón) | καταθλιπτικών (katathliptikón) | καταθλιπτικών (katathliptikón) | |
accusative | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτική (katathliptikí) | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτικούς (katathliptikoús) | καταθλιπτικές (katathliptikés) | καταθλιπτικά (katathliptiká) | |
vocative | καταθλιπτικέ (katathliptiké) | καταθλιπτική (katathliptikí) | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτικοί (katathliptikoí) | καταθλιπτικές (katathliptikés) | καταθλιπτικά (katathliptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταθλιπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταθλιπτικός, etc.)