κατα- (kata-, “intense”) + πράσινος (prásinos, “green”)
καταπράσινος • (kataprásinos) m (feminine καταπράσινη, neuter καταπράσινο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταπράσινος (kataprásinos) | καταπράσινη (kataprásini) | καταπράσινο (kataprásino) | καταπράσινοι (kataprásinoi) | καταπράσινες (kataprásines) | καταπράσινα (kataprásina) | |
genitive | καταπράσινου (kataprásinou) | καταπράσινης (kataprásinis) | καταπράσινου (kataprásinou) | καταπράσινων (kataprásinon) | καταπράσινων (kataprásinon) | καταπράσινων (kataprásinon) | |
accusative | καταπράσινο (kataprásino) | καταπράσινη (kataprásini) | καταπράσινο (kataprásino) | καταπράσινους (kataprásinous) | καταπράσινες (kataprásines) | καταπράσινα (kataprásina) | |
vocative | καταπράσινε (kataprásine) | καταπράσινη (kataprásini) | καταπράσινο (kataprásino) | καταπράσινοι (kataprásinoi) | καταπράσινες (kataprásines) | καταπράσινα (kataprásina) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπράσινος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπράσινος, etc.)