κατάστημα (katástima, “shop”) + -άρχης (-árchis, “leader etc”)
καταστηματάρχης • (katastimatárchis) m (plural καταστηματάρχες, feminine καταστηματάρχισσα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταστηματάρχης (katastimatárchis) | καταστηματάρχες (katastimatárches) |
genitive | καταστηματάρχη (katastimatárchi) | καταστηματαρχών (katastimatarchón) |
accusative | καταστηματάρχη (katastimatárchi) | καταστηματάρχες (katastimatárches) |
vocative | καταστηματάρχη (katastimatárchi) | καταστηματάρχες (katastimatárches) |