καταστρεπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word καταστρεπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word καταστρεπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say καταστρεπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word καταστρεπτικός you have here. The definition of the word καταστρεπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκαταστρεπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

καταστρεπτικός (katastreptikósm (feminine καταστρεπτική, neuter καταστρεπτικό)

  1. destructive, catastrophic

Declension

Declension of καταστρεπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταστρεπτικός (katastreptikós) καταστρεπτική (katastreptikí) καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτικοί (katastreptikoí) καταστρεπτικές (katastreptikés) καταστρεπτικά (katastreptiká)
genitive καταστρεπτικού (katastreptikoú) καταστρεπτικής (katastreptikís) καταστρεπτικού (katastreptikoú) καταστρεπτικών (katastreptikón) καταστρεπτικών (katastreptikón) καταστρεπτικών (katastreptikón)
accusative καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτική (katastreptikí) καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτικούς (katastreptikoús) καταστρεπτικές (katastreptikés) καταστρεπτικά (katastreptiká)
vocative καταστρεπτικέ (katastreptiké) καταστρεπτική (katastreptikí) καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτικοί (katastreptikoí) καταστρεπτικές (katastreptikés) καταστρεπτικά (katastreptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταστρεπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταστρεπτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταστρεπτικότερος (katastreptikóteros) καταστρεπτικότερη (katastreptikóteri) καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότεροι (katastreptikóteroi) καταστρεπτικότερες (katastreptikóteres) καταστρεπτικότερα (katastreptikótera)
genitive καταστρεπτικότερου (katastreptikóterou) καταστρεπτικότερης (katastreptikóteris) καταστρεπτικότερου (katastreptikóterou) καταστρεπτικότερων (katastreptikóteron) καταστρεπτικότερων (katastreptikóteron) καταστρεπτικότερων (katastreptikóteron)
accusative καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότερη (katastreptikóteri) καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότερους (katastreptikóterous) καταστρεπτικότερες (katastreptikóteres) καταστρεπτικότερα (katastreptikótera)
vocative καταστρεπτικότερε (katastreptikótere) καταστρεπτικότερη (katastreptikóteri) καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότεροι (katastreptikóteroi) καταστρεπτικότερες (katastreptikóteres) καταστρεπτικότερα (katastreptikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταστρεπτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταστρεπτικότατος (katastreptikótatos) καταστρεπτικότατη (katastreptikótati) καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατοι (katastreptikótatoi) καταστρεπτικότατες (katastreptikótates) καταστρεπτικότατα (katastreptikótata)
genitive καταστρεπτικότατου (katastreptikótatou) καταστρεπτικότατης (katastreptikótatis) καταστρεπτικότατου (katastreptikótatou) καταστρεπτικότατων (katastreptikótaton) καταστρεπτικότατων (katastreptikótaton) καταστρεπτικότατων (katastreptikótaton)
accusative καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατη (katastreptikótati) καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατους (katastreptikótatous) καταστρεπτικότατες (katastreptikótates) καταστρεπτικότατα (katastreptikótata)
vocative καταστρεπτικότατε (katastreptikótate) καταστρεπτικότατη (katastreptikótati) καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατοι (katastreptikótatoi) καταστρεπτικότατες (katastreptikótates) καταστρεπτικότατα (katastreptikótata)