κατεργάρης • (katergáris) m (feminine κατεργάρα, neuter κατεργάρικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατεργάρης (katergáris) | κατεργάρα (katergára) | κατεργάρικο (katergáriko) | κατεργάρηδες (katergárides) | κατεργάρες (katergáres) | κατεργάρικα (katergárika) | |
genitive | κατεργάρη (katergári) | κατεργάρας (katergáras) | κατεργάρικου (katergárikou) | κατεργάρηδων (katergáridon) | — | κατεργάρικων (katergárikon) | |
accusative | κατεργάρη (katergári) | κατεργάρα (katergára) | κατεργάρικο (katergáriko) | κατεργάρηδες (katergárides) | κατεργάρες (katergáres) | κατεργάρικα (katergárika) | |
vocative | κατεργάρη (katergári) | κατεργάρα (katergára) | κατεργάρικο (katergáriko) | κατεργάρηδες (katergárides) | κατεργάρες (katergáres) | κατεργάρικα (katergárika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατεργάρης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατεργάρης, etc.)