κατηγορηματικός • (katigorimatikós) m (feminine κατηγορηματική, neuter κατηγορηματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατηγορηματικός (katigorimatikós) | κατηγορηματική (katigorimatikí) | κατηγορηματικό (katigorimatikó) | κατηγορηματικοί (katigorimatikoí) | κατηγορηματικές (katigorimatikés) | κατηγορηματικά (katigorimatiká) | |
genitive | κατηγορηματικού (katigorimatikoú) | κατηγορηματικής (katigorimatikís) | κατηγορηματικού (katigorimatikoú) | κατηγορηματικών (katigorimatikón) | κατηγορηματικών (katigorimatikón) | κατηγορηματικών (katigorimatikón) | |
accusative | κατηγορηματικό (katigorimatikó) | κατηγορηματική (katigorimatikí) | κατηγορηματικό (katigorimatikó) | κατηγορηματικούς (katigorimatikoús) | κατηγορηματικές (katigorimatikés) | κατηγορηματικά (katigorimatiká) | |
vocative | κατηγορηματικέ (katigorimatiké) | κατηγορηματική (katigorimatikí) | κατηγορηματικό (katigorimatikó) | κατηγορηματικοί (katigorimatikoí) | κατηγορηματικές (katigorimatikés) | κατηγορηματικά (katigorimatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατηγορηματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατηγορηματικός, etc.)