κατηγορηματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word κατηγορηματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word κατηγορηματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say κατηγορηματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word κατηγορηματικός you have here. The definition of the word κατηγορηματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκατηγορηματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

κατηγορηματικός (katigorimatikósm (feminine κατηγορηματική, neuter κατηγορηματικό)

  1. emphatic, categorical

Declension

Declension of κατηγορηματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατηγορηματικός (katigorimatikós) κατηγορηματική (katigorimatikí) κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματικοί (katigorimatikoí) κατηγορηματικές (katigorimatikés) κατηγορηματικά (katigorimatiká)
genitive κατηγορηματικού (katigorimatikoú) κατηγορηματικής (katigorimatikís) κατηγορηματικού (katigorimatikoú) κατηγορηματικών (katigorimatikón) κατηγορηματικών (katigorimatikón) κατηγορηματικών (katigorimatikón)
accusative κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματική (katigorimatikí) κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματικούς (katigorimatikoús) κατηγορηματικές (katigorimatikés) κατηγορηματικά (katigorimatiká)
vocative κατηγορηματικέ (katigorimatiké) κατηγορηματική (katigorimatikí) κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματικοί (katigorimatikoí) κατηγορηματικές (katigorimatikés) κατηγορηματικά (katigorimatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατηγορηματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατηγορηματικός, etc.)