Perfect participle of κατοικούμαι (katoikoúmai), passive voice of κατοικώ (“inhabit”).
κατοικημένος • (katoikiménos) m (feminine κατοικημένη, neuter κατοικημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατοικημένος • | κατοικημένη • | κατοικημένο • | κατοικημένοι • | κατοικημένες • | κατοικημένα • |
genitive | κατοικημένου • | κατοικημένης • | κατοικημένου • | κατοικημένων • | κατοικημένων • | κατοικημένων • |
accusative | κατοικημένο • | κατοικημένη • | κατοικημένο • | κατοικημένους • | κατοικημένες • | κατοικημένα • |
vocative | κατοικημένε • | κατοικημένη • | κατοικημένο • | κατοικημένοι • | κατοικημένες • | κατοικημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατοικημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατοικημένος, etc.) |