κηπευτικός • (kipeftikós) m (feminine κηπευτική, neuter κηπευτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κηπευτικός • | κηπευτική • | κηπευτικό • | κηπευτικοί • | κηπευτικές • | κηπευτικά • |
genitive | κηπευτικού • | κηπευτικής • | κηπευτικού • | κηπευτικών • | κηπευτικών • | κηπευτικών • |
accusative | κηπευτικό • | κηπευτική • | κηπευτικό • | κηπευτικούς • | κηπευτικές • | κηπευτικά • |
vocative | κηπευτικέ • | κηπευτική • | κηπευτικό • | κηπευτικοί • | κηπευτικές • | κηπευτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κηπευτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κηπευτικός, etc.) |