Borrowed from French cinématographique.
κινηματογραφικός • (kinimatografikós) m (feminine κινηματογραφική, neuter κινηματογραφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κινηματογραφικός (kinimatografikós) | κινηματογραφική (kinimatografikí) | κινηματογραφικό (kinimatografikó) | κινηματογραφικοί (kinimatografikoí) | κινηματογραφικές (kinimatografikés) | κινηματογραφικά (kinimatografiká) | |
genitive | κινηματογραφικού (kinimatografikoú) | κινηματογραφικής (kinimatografikís) | κινηματογραφικού (kinimatografikoú) | κινηματογραφικών (kinimatografikón) | κινηματογραφικών (kinimatografikón) | κινηματογραφικών (kinimatografikón) | |
accusative | κινηματογραφικό (kinimatografikó) | κινηματογραφική (kinimatografikí) | κινηματογραφικό (kinimatografikó) | κινηματογραφικούς (kinimatografikoús) | κινηματογραφικές (kinimatografikés) | κινηματογραφικά (kinimatografiká) | |
vocative | κινηματογραφικέ (kinimatografiké) | κινηματογραφική (kinimatografikí) | κινηματογραφικό (kinimatografikó) | κινηματογραφικοί (kinimatografikoí) | κινηματογραφικές (kinimatografikés) | κινηματογραφικά (kinimatografiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κινηματογραφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κινηματογραφικός, etc.)