From κοκκινίζω (kokkinízo, “to blush, redden”) + -τος (-tos, “verbal adjective suffix”). For a semantic parallel, compare Chinese 紅燒/红烧 (hóngshāo, “Chinese-style red-braise”).
κοκκινιστός • (kokkinistós) m (feminine κοκκινιστή, neuter κοκκινιστό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοκκινιστός • | κοκκινιστή • | κοκκινιστό • | κοκκινιστοί • | κοκκινιστές • | κοκκινιστά • |
genitive | κοκκινιστού • | κοκκινιστής • | κοκκινιστού • | κοκκινιστών • | κοκκινιστών • | κοκκινιστών • |
accusative | κοκκινιστό • | κοκκινιστή • | κοκκινιστό • | κοκκινιστούς • | κοκκινιστές • | κοκκινιστά • |
vocative | κοκκινιστέ • | κοκκινιστή • | κοκκινιστό • | κοκκινιστοί • | κοκκινιστές • | κοκκινιστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοκκινιστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοκκινιστός, etc.) |