κύλινδρος (kýlindros, “cylinder”) + πιστόνι (pistóni, “piston”)
κυλινδροπίστονο • (kylindropístono) n (plural κυλινδροπίστονα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυλινδροπίστονο (kylindropístono) | κυλινδροπίστονα (kylindropístona) |
genitive | κυλινδροπίστονου (kylindropístonou) | κυλινδροπίστονων (kylindropístonon) |
accusative | κυλινδροπίστονο (kylindropístono) | κυλινδροπίστονα (kylindropístona) |
vocative | κυλινδροπίστονο (kylindropístono) | κυλινδροπίστονα (kylindropístona) |