λυγιστός • (lygistós) m (feminine λυγιστή, neuter λυγιστό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | λυγιστός (lygistós) | λυγιστή (lygistí) | λυγιστό (lygistó) | λυγιστοί (lygistoí) | λυγιστές (lygistés) | λυγιστά (lygistá) | |
genitive | λυγιστού (lygistoú) | λυγιστής (lygistís) | λυγιστού (lygistoú) | λυγιστών (lygistón) | λυγιστών (lygistón) | λυγιστών (lygistón) | |
accusative | λυγιστό (lygistó) | λυγιστή (lygistí) | λυγιστό (lygistó) | λυγιστούς (lygistoús) | λυγιστές (lygistés) | λυγιστά (lygistá) | |
vocative | λυγιστέ (lygisté) | λυγιστή (lygistí) | λυγιστό (lygistó) | λυγιστοί (lygistoí) | λυγιστές (lygistés) | λυγιστά (lygistá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λυγιστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λυγιστός, etc.)