(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
Sense “marathon” is a calque of French marathon, ultimately from the same source.
μαραθώνιος • (marathónios) m (feminine μαραθώνια, neuter μαραθώνιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαραθώνιος • | μαραθώνια • | μαραθώνιο • | μαραθώνιοι • | μαραθώνιες • | μαραθώνια • |
genitive | μαραθώνιου • | μαραθώνιας • | μαραθώνιου • | μαραθώνιων • | μαραθώνιων • | μαραθώνιων • |
accusative | μαραθώνιο • | μαραθώνια • | μαραθώνιο • | μαραθώνιους • | μαραθώνιες • | μαραθώνια • |
vocative | μαραθώνιε • | μαραθώνια • | μαραθώνιο • | μαραθώνιοι • | μαραθώνιες • | μαραθώνια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαραθώνιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαραθώνιος, etc.) |
μαραθώνιος • (marathónios) m (plural μαραθώνιοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαραθώνιος • | μαραθώνιοι • |
genitive | μαραθωνίου • | μαραθωνίων • |
accusative | μαραθώνιο • | μαραθωνίους • |
vocative | μαραθώνιε • | μαραθώνιοι • |