μαρξιστικός • (marxistikós) m (feminine μαρξιστική, neuter μαρξιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μαρξιστικός (marxistikós) | μαρξιστική (marxistikí) | μαρξιστικό (marxistikó) | μαρξιστικοί (marxistikoí) | μαρξιστικές (marxistikés) | μαρξιστικά (marxistiká) | |
genitive | μαρξιστικού (marxistikoú) | μαρξιστικής (marxistikís) | μαρξιστικού (marxistikoú) | μαρξιστικών (marxistikón) | μαρξιστικών (marxistikón) | μαρξιστικών (marxistikón) | |
accusative | μαρξιστικό (marxistikó) | μαρξιστική (marxistikí) | μαρξιστικό (marxistikó) | μαρξιστικούς (marxistikoús) | μαρξιστικές (marxistikés) | μαρξιστικά (marxistiká) | |
vocative | μαρξιστικέ (marxistiké) | μαρξιστική (marxistikí) | μαρξιστικό (marxistikó) | μαρξιστικοί (marxistikoí) | μαρξιστικές (marxistikés) | μαρξιστικά (marxistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαρξιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαρξιστικός, etc.)