μασούρα

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μασούρα. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μασούρα, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μασούρα in singular and plural. Everything you need to know about the word μασούρα you have here. The definition of the word μασούρα will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμασούρα, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Pontic Greek

Etymology 1

From Ottoman Turkish ماسوره (masura), from Arabic مَاسُورَة (māsūra).

Noun

μασούρα (masoúraf

  1. a small reed, used in a weaver's shuttle as a bobbin
Alternative forms
Derived terms

Further reading

  • Papadópoulos, Ánthimos (1961) “μασούρα (II)”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis
  • Παρχαρίδης, Ιωάννης (1883–1884) “Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει [Collection of living documents of the Ancient Greek language in Ophis]”, in Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος: Σύγγραμμα περιοδικόν (in Greek), volume 18, page 150a of 118–178
  • Symeonídis, Charálampos (1975–1976) “Ποντιακά έτυμα ανατολικής προέλευσης. Συμβολή δεύτερη (Μ-Ω) [Pontic etyma of Oriental origin. Second contribution (Μ-Ω)]”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 33, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 243 of 243–276
  • Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “μασούρα”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 123b
  • Asan, Ömer (2000) Pontos Kültürü (in Turkish), 2nd edition, Istanbul: Belge Yayınları, page 221

Etymology 2

From Armenian մասուր (masur).

Noun

μασούρα (masoúraf (plural μασούρας)

  1. dog rose (Rosa canina)
Alternative forms
Derived terms

Further reading

  • Kirykópoulos, Miltiádis I. (2004) “μασούρα”, in Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτο, ειδικά το ιδίωμα Χαλδιάς-Τραπεζούντας-Ματσούκας [Dictionary of the Pontic dialect, especially the idiom of Chaldia–Trebizond–Matzouka], Athens, pages 142–143
  • Koúsis, Elefthérios T. (1928) “μασούρα”, in “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 1, Athens, page 112 of 97–120
  • Nikopolitídis, Dimítrios (2011) “αγριοτριανταφυλλιά”, in Λεξικό της ποντιακής διαλέκτου [A dictionary of the Pontic dialect], Thessaloniki: Αφοί Κυριακίδη, page 34b
  • Papadópoulos, Ánthimos (1961) “μασούρα (I)”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis, marks as a foreign word but is unaware of the origin
  • Tsopourídis, Thomás (2001) “αγριοτριανταφυλλιά”, in Λεξικό ποντιακής διαλέκτου [Pontic dialect dictionary] (in Greek), 2nd edition, volume I, Thessaloniki: Εκδόσεις Τσοπουρίδου, page 13a
  • Tursun, Vahit (2021) “μασσούρι”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 355a