μαυρικιανός • (mavrikianós) m (feminine μαυρικιανή, neuter μαυρικιανό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαυρικιανός • | μαυρικιανή • | μαυρικιανό • | μαυρικιανοί • | μαυρικιανές • | μαυρικιανά • |
genitive | μαυρικιανού • | μαυρικιανής • | μαυρικιανού • | μαυρικιανών • | μαυρικιανών • | μαυρικιανών • |
accusative | μαυρικιανό • | μαυρικιανή • | μαυρικιανό • | μαυρικιανούς • | μαυρικιανές • | μαυρικιανά • |
vocative | μαυρικιανέ • | μαυρικιανή • | μαυρικιανό • | μαυρικιανοί • | μαυρικιανές • | μαυρικιανά • |