μειωμένος • (meioménos) m (feminine μειωμένη, neuter μειωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μειωμένος (meioménos) | μειωμένη (meioméni) | μειωμένο (meioméno) | μειωμένοι (meioménoi) | μειωμένες (meioménes) | μειωμένα (meioména) | |
genitive | μειωμένου (meioménou) | μειωμένης (meioménis) | μειωμένου (meioménou) | μειωμένων (meioménon) | μειωμένων (meioménon) | μειωμένων (meioménon) | |
accusative | μειωμένο (meioméno) | μειωμένη (meioméni) | μειωμένο (meioméno) | μειωμένους (meioménous) | μειωμένες (meioménes) | μειωμένα (meioména) | |
vocative | μειωμένε (meioméne) | μειωμένη (meioméni) | μειωμένο (meioméno) | μειωμένοι (meioménoi) | μειωμένες (meioménes) | μειωμένα (meioména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μειωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μειωμένος, etc.)