μελοδραματικός • (melodramatikós) m (feminine μελοδραματική, neuter μελοδραματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελοδραματικός • | μελοδραματική • | μελοδραματικό • | μελοδραματικοί • | μελοδραματικές • | μελοδραματικά • |
genitive | μελοδραματικού • | μελοδραματικής • | μελοδραματικού • | μελοδραματικών • | μελοδραματικών • | μελοδραματικών • |
accusative | μελοδραματικό • | μελοδραματική • | μελοδραματικό • | μελοδραματικούς • | μελοδραματικές • | μελοδραματικά • |
vocative | μελοδραματικέ • | μελοδραματική • | μελοδραματικό • | μελοδραματικοί • | μελοδραματικές • | μελοδραματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελοδραματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελοδραματικός, etc.) |