μεσαίωνας m (mesaíonas, “Middle Ages”) μεσαιων- + -ικός (-ikós, adjectival suffix)
μεσαιωνικός • (mesaionikós) m (feminine μεσαιωνική, neuter μεσαιωνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεσαιωνικός (mesaionikós) | μεσαιωνική (mesaionikí) | μεσαιωνικό (mesaionikó) | μεσαιωνικοί (mesaionikoí) | μεσαιωνικές (mesaionikés) | μεσαιωνικά (mesaioniká) | |
genitive | μεσαιωνικού (mesaionikoú) | μεσαιωνικής (mesaionikís) | μεσαιωνικού (mesaionikoú) | μεσαιωνικών (mesaionikón) | μεσαιωνικών (mesaionikón) | μεσαιωνικών (mesaionikón) | |
accusative | μεσαιωνικό (mesaionikó) | μεσαιωνική (mesaionikí) | μεσαιωνικό (mesaionikó) | μεσαιωνικούς (mesaionikoús) | μεσαιωνικές (mesaionikés) | μεσαιωνικά (mesaioniká) | |
vocative | μεσαιωνικέ (mesaioniké) | μεσαιωνική (mesaionikí) | μεσαιωνικό (mesaionikó) | μεσαιωνικοί (mesaionikoí) | μεσαιωνικές (mesaionikés) | μεσαιωνικά (mesaioniká) |