προοδευτικός • (proodeftikós) m (feminine προοδευτική, neuter προοδευτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προοδευτικός • | προοδευτική • | προοδευτικό • | προοδευτικοί • | προοδευτικές • | προοδευτικά • |
genitive | προοδευτικού • | προοδευτικής • | προοδευτικού • | προοδευτικών • | προοδευτικών • | προοδευτικών • |
accusative | προοδευτικό • | προοδευτική • | προοδευτικό • | προοδευτικούς • | προοδευτικές • | προοδευτικά • |
vocative | προοδευτικέ • | προοδευτική • | προοδευτικό • | προοδευτικοί • | προοδευτικές • | προοδευτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προοδευτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προοδευτικός, etc.) |