From Ancient Greek μεταβάλλω (metabállō).
μεταβλητός • (metavlitós) m (feminine μεταβλητή, neuter μεταβλητό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταβλητός (metavlitós) | μεταβλητή (metavlití) | μεταβλητό (metavlitó) | μεταβλητοί (metavlitoí) | μεταβλητές (metavlités) | μεταβλητά (metavlitá) | |
genitive | μεταβλητού (metavlitoú) | μεταβλητής (metavlitís) | μεταβλητού (metavlitoú) | μεταβλητών (metavlitón) | μεταβλητών (metavlitón) | μεταβλητών (metavlitón) | |
accusative | μεταβλητό (metavlitó) | μεταβλητή (metavlití) | μεταβλητό (metavlitó) | μεταβλητούς (metavlitoús) | μεταβλητές (metavlités) | μεταβλητά (metavlitá) | |
vocative | μεταβλητέ (metavlité) | μεταβλητή (metavlití) | μεταβλητό (metavlitó) | μεταβλητοί (metavlitoí) | μεταβλητές (metavlités) | μεταβλητά (metavlitá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταβλητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταβλητός, etc.)