Comparative of Ancient Greek μεταγενής (metagenḗs, “born after”).
μεταγενέστερος • (metagenésteros) m (feminine μεταγενέστερη, neuter μεταγενέστερο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταγενέστερος (metagenésteros) | μεταγενέστερη (metagenésteri) | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστεροι (metagenésteroi) | μεταγενέστερες (metagenésteres) | μεταγενέστερα (metagenéstera) | |
genitive | μεταγενέστερου (metagenésterou) | μεταγενέστερης (metagenésteris) | μεταγενέστερου (metagenésterou) | μεταγενέστερων (metagenésteron) | μεταγενέστερων (metagenésteron) | μεταγενέστερων (metagenésteron) | |
accusative | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστερη (metagenésteri) | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστερους (metagenésterous) | μεταγενέστερες (metagenésteres) | μεταγενέστερα (metagenéstera) | |
vocative | μεταγενέστερε (metagenéstere) | μεταγενέστερη (metagenésteri) | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστεροι (metagenésteroi) | μεταγενέστερες (metagenésteres) | μεταγενέστερα (metagenéstera) |