From Ancient Greek ῠ̔́στερος (hústeros, “later”), comparative form of an unattested adjective with superlative ὕστᾰτος (hústatos, “last”) from Proto-Indo-European *údteros (“higher, outer”) from *úd (“upwards, away”) which would make it cognate with English out. Doublet of στερνός (sternós) via Byzantine Greek ὑστερνός (husternós) from syncope of ὑστερινός (husterinós).
ύστερος • (ýsteros) m (feminine ύστερη, neuter ύστερο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ύστερος (ýsteros) | ύστερη (ýsteri) | ύστερο (ýstero) | ύστεροι (ýsteroi) | ύστερες (ýsteres) | ύστερα (ýstera) | |
genitive | ύστερου (ýsterou) | ύστερης (ýsteris) | ύστερου (ýsterou) | ύστερων (ýsteron) | ύστερων (ýsteron) | ύστερων (ýsteron) | |
accusative | ύστερο (ýstero) | ύστερη (ýsteri) | ύστερο (ýstero) | ύστερους (ýsterous) | ύστερες (ýsteres) | ύστερα (ýstera) | |
vocative | ύστερε (ýstere) | ύστερη (ýsteri) | ύστερο (ýstero) | ύστεροι (ýsteroi) | ύστερες (ýsteres) | ύστερα (ýstera) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ύστερος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ύστερος, etc.)