μεταλλικός • (metallikós) m (feminine μεταλλική, neuter μεταλλικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταλλικός (metallikós) | μεταλλική (metallikí) | μεταλλικό (metallikó) | μεταλλικοί (metallikoí) | μεταλλικές (metallikés) | μεταλλικά (metalliká) | |
genitive | μεταλλικού (metallikoú) | μεταλλικής (metallikís) | μεταλλικού (metallikoú) | μεταλλικών (metallikón) | μεταλλικών (metallikón) | μεταλλικών (metallikón) | |
accusative | μεταλλικό (metallikó) | μεταλλική (metallikí) | μεταλλικό (metallikó) | μεταλλικούς (metallikoús) | μεταλλικές (metallikés) | μεταλλικά (metalliká) | |
vocative | μεταλλικέ (metalliké) | μεταλλική (metallikí) | μεταλλικό (metallikó) | μεταλλικοί (metallikoí) | μεταλλικές (metallikés) | μεταλλικά (metalliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταλλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταλλικός, etc.)