μεταρρυθμιστικός • (metarrythmistikós) m (feminine μεταρρυθμιστική, neuter μεταρρυθμιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταρρυθμιστικός (metarrythmistikós) | μεταρρυθμιστική (metarrythmistikí) | μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) | μεταρρυθμιστικοί (metarrythmistikoí) | μεταρρυθμιστικές (metarrythmistikés) | μεταρρυθμιστικά (metarrythmistiká) | |
genitive | μεταρρυθμιστικού (metarrythmistikoú) | μεταρρυθμιστικής (metarrythmistikís) | μεταρρυθμιστικού (metarrythmistikoú) | μεταρρυθμιστικών (metarrythmistikón) | μεταρρυθμιστικών (metarrythmistikón) | μεταρρυθμιστικών (metarrythmistikón) | |
accusative | μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) | μεταρρυθμιστική (metarrythmistikí) | μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) | μεταρρυθμιστικούς (metarrythmistikoús) | μεταρρυθμιστικές (metarrythmistikés) | μεταρρυθμιστικά (metarrythmistiká) | |
vocative | μεταρρυθμιστικέ (metarrythmistiké) | μεταρρυθμιστική (metarrythmistikí) | μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) | μεταρρυθμιστικοί (metarrythmistikoí) | μεταρρυθμιστικές (metarrythmistikés) | μεταρρυθμιστικά (metarrythmistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταρρυθμιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταρρυθμιστικός, etc.)