μεταρρυθμιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μεταρρυθμιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μεταρρυθμιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μεταρρυθμιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word μεταρρυθμιστικός you have here. The definition of the word μεταρρυθμιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμεταρρυθμιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

μεταρρυθμιστικός (metarrythmistikósm (feminine μεταρρυθμιστική, neuter μεταρρυθμιστικό)

  1. reforming, reformative

Declension

Declension of μεταρρυθμιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταρρυθμιστικός (metarrythmistikós) μεταρρυθμιστική (metarrythmistikí) μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) μεταρρυθμιστικοί (metarrythmistikoí) μεταρρυθμιστικές (metarrythmistikés) μεταρρυθμιστικά (metarrythmistiká)
genitive μεταρρυθμιστικού (metarrythmistikoú) μεταρρυθμιστικής (metarrythmistikís) μεταρρυθμιστικού (metarrythmistikoú) μεταρρυθμιστικών (metarrythmistikón) μεταρρυθμιστικών (metarrythmistikón) μεταρρυθμιστικών (metarrythmistikón)
accusative μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) μεταρρυθμιστική (metarrythmistikí) μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) μεταρρυθμιστικούς (metarrythmistikoús) μεταρρυθμιστικές (metarrythmistikés) μεταρρυθμιστικά (metarrythmistiká)
vocative μεταρρυθμιστικέ (metarrythmistiké) μεταρρυθμιστική (metarrythmistikí) μεταρρυθμιστικό (metarrythmistikó) μεταρρυθμιστικοί (metarrythmistikoí) μεταρρυθμιστικές (metarrythmistikés) μεταρρυθμιστικά (metarrythmistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταρρυθμιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταρρυθμιστικός, etc.)

see: μεταρρυθμίζω (metarrythmízo, to reform)