Learned borrowing from Ancient Greek μετρητός (metrētós),[1] from the past stem μετρη- of μετράω / μετρώ (metráo / metró) + -τος (-tos).
μετρητός • (metritós) m (feminine μετρητή, neuter μετρητό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μετρητός (metritós) | μετρητή (metrití) | μετρητό (metritó) | μετρητοί (metritoí) | μετρητές (metrités) | μετρητά (metritá) | |
genitive | μετρητού (metritoú) | μετρητής (metritís) | μετρητού (metritoú) | μετρητών (metritón) | μετρητών (metritón) | μετρητών (metritón) | |
accusative | μετρητό (metritó) | μετρητή (metrití) | μετρητό (metritó) | μετρητούς (metritoús) | μετρητές (metrités) | μετρητά (metritá) | |
vocative | μετρητέ (metrité) | μετρητή (metrití) | μετρητό (metritó) | μετρητοί (metritoí) | μετρητές (metrités) | μετρητά (metritá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετρητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετρητός, etc.)