μηδενιστικός • (midenistikós) m (feminine μηδενιστική, neuter μηδενιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μηδενιστικός (midenistikós) | μηδενιστική (midenistikí) | μηδενιστικό (midenistikó) | μηδενιστικοί (midenistikoí) | μηδενιστικές (midenistikés) | μηδενιστικά (midenistiká) | |
genitive | μηδενιστικού (midenistikoú) | μηδενιστικής (midenistikís) | μηδενιστικού (midenistikoú) | μηδενιστικών (midenistikón) | μηδενιστικών (midenistikón) | μηδενιστικών (midenistikón) | |
accusative | μηδενιστικό (midenistikó) | μηδενιστική (midenistikí) | μηδενιστικό (midenistikó) | μηδενιστικούς (midenistikoús) | μηδενιστικές (midenistikés) | μηδενιστικά (midenistiká) | |
vocative | μηδενιστικέ (midenistiké) | μηδενιστική (midenistikí) | μηδενιστικό (midenistikó) | μηδενιστικοί (midenistikoí) | μηδενιστικές (midenistikés) | μηδενιστικά (midenistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μηδενιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μηδενιστικός, etc.)