μικροσκοπικός • (mikroskopikós) m (feminine μικροσκοπική, neuter μικροσκοπικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μικροσκοπικός • | μικροσκοπική • | μικροσκοπικό • | μικροσκοπικοί • | μικροσκοπικές • | μικροσκοπικά • |
genitive | μικροσκοπικού • | μικροσκοπικής • | μικροσκοπικού • | μικροσκοπικών • | μικροσκοπικών • | μικροσκοπικών • |
accusative | μικροσκοπικό • | μικροσκοπική • | μικροσκοπικό • | μικροσκοπικούς • | μικροσκοπικές • | μικροσκοπικά • |
vocative | μικροσκοπικέ • | μικροσκοπική • | μικροσκοπικό • | μικροσκοπικοί • | μικροσκοπικές • | μικροσκοπικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μικροσκοπικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μικροσκοπικός, etc.) |